στρέφοντα

στρέφοντα
στρέφω
Aër.
pres part act neut nom/voc/acc pl
στρέφω
Aër.
pres part act masc acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • έμπαλιν — ἔμπαλιν (AM) (Α και ἔμπαλι) 1. αντίθετα, τουναντίον 2. εναντίον κάποιου, αντίθετα σε κάτι («ἔμπαλιν γνώμας», Πίνδ.) αρχ. 1. (συχνά με άρθρ., τὸ ἔμπαλιν και τοὔμπαλιν) προς τα πίσω («πρόσωπον ἔμπαλιν στρέφοντα», Ευρ.) 2. αντίστροφα 3. πάλι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”